-
1 Αιγύπτου
-
2 Αἰγύπτου
-
3 ἀναδείκνυμι
+ V 0-0-1-2-16=19 Hab 3,2; DnLXX 1,11.20; 1 Ezr 1,32.35A: to show, to reveal [τι] 2 Mc 2,8; to proclaim, to appoint [τινα] 1 Ezr 8,23 P: to be manifested Hab 3,2; to be dedicated, to be consecrated 3 Mc 2,14ἀνέδειξεν ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου βασιλέα Ιωακιμ βασιλέα τῆς Ιουδαίας καὶ Ιερουσαλημ the king of Egypt made king Joachim king of Judaea and Jerusalem 1 Ezr 1,35Cf. HELBING 1928, 60; SPICQ 1982, 38-39; →TWNT -
4 ἀνώτατος
-η,-ον A 0-0-0-0-1=1 TobBA 8,3utmost; τὰ ἀνώτατα Αἰγύπτου the south of Egypt, Upper Egypt; see ἄνω -
5 γλίχομαι
Aἐγλιξάμην Pl.Com. 241
:—cling to, strive after, long for,τινός Hdt.3.72
;Αἰγύπτου Id.4.152
(butγ. περὶ ἐλευθερίης Id.1.102
(s. v. l.));ταῦτ' ἦν ὦν μάλιστ' ἐγλίχετο D.5.22
;γ. τοῦ ζῆν Pl.Phd. 117a
, Charond. ap. Stob.4.2.24;κράτους Thphr.Char.26.1
: c. acc., Hp.Ep.17 (dub.), Pl.Hipparch. 226e: folld. by a relat. clause,γλιχόμεθα τὴν μᾶζαν ἵνα λευκὴ παρῇ Alex.141.7
; ὡς στρατηγήσεις γλίχεαι how thou shalt become general, Hdt.7.161: c. inf.,ὧν ἐγλίχοντο μὴ ἅψασθαι Th.8.15
; ;λέγειν D.6.11
;ἀποστερῆσαι Id.18.207
;ζῆν Antiph.86.3
;θιγεῖν Phld.D.3.1
.—Not in [dialect] Ep. or Trag. ( γλῐ-: γλίχων [ῑ] is f.l. for γλήχων in Hdn. Gr.1.37.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλίχομαι
-
6 κράτησις
2 ἡ Καίσαρος κ. (sc. Αἰγύπτου), an era in Egypt (viz. the capture of Alexandria, 30 B.C.), BGU 174 (i A.D.), PFay.89.2 (i A.D.), etc.4 prevalence, predominance,ἡ τῆς ἀπλανοῦς κ. Simp.in Cael. 475.30
, 476.5.2 in Law, title to possession, Mitteis Chr. 31 iii 32 (ii B.C.);κ. καὶ κυρεία BGU1187.7
, etc.b κ. τῶν ὑδάτων, i.e. drought, Cat.Cod. Astr.7.184.4 holding firm, steadying, Gal.18(2).826, Olymp. in Mete.96.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράτησις
-
7 οὐδαμῇ
οὐδᾰμ-ῇ, Adv.A nowhere, in no place,οὐδαμῇ ἐστήρικτο Hes.Sc. 218
, cf. A.Pers. 385, Telecl.21;οὐ. βίου E.Fr.34
;οὐ. ἄλλῃ Hdt.2.116
; ἄλλῃ οὐ. Id.4.114: c. gen.,οὐ. Αἰγύπτου Id.2.43
. -
8 παιδεία
παιδεία, ἡ,2 training and teaching, education, opp. τροφή, Ar.Nu. 961, Th.2.39(pl.);π. καὶ τροφή Pl. Phd. 107d
, Phlb. 55d.3 its result, mental culture, learning, education,ἡ π. εὐτυχοῦσι κόσμος, ἀτυχοῦσι καταφύγιον Democr.180
, cf. Pl. Prt. 327d, Grg. 470e, R. 376e, Arist.Pol. 1338a30, etc.;τῆς Λακεδαιμονίων π. Pl.Prt. 343a
: in pl., parts or systems of education, Id.Lg. 653c, 804d.5 πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθε the twisted handiwork of Egypt, i.e. (acc. to Sch.) ropes of papyrus, E.Tr. 129 (lyr.).II youth, childhood,παιδείης πολυήρατον ἄνθος Thgn.1305
, cf. 1348;ἐκ παιδείας φίλος Lys.20.11
; so (prob.)στερρὰν παιδείαν E.IT 206
(lyr.).2 in collect. sense, body of youths,παιδείας λιπαρὴς ὄχλος Luc.Am.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδεία
-
9 προπάροιθε
Aπροπάροιθ' Od.24.416
, 447, A. Ag. 1020), Prep. with gen., before, in front of,ὑμείων π. μαχοίατο Il. 4.348
;πάντων δὲ π. 16.218
;Ἰλίου π. 15.66
;Αἰγύπτου π. Od.4.355
; π. ὁμίλου before the assembly, Il.23.804; π. ποδῶν at one's feet, 13.205;ποδῶν π. Od.17.357
; π. ἀνδρός at a man's feet, A.l.c. (lyr.); π. θυράων before the door, i.e. outside, Od.1.107;Σκαιῶν π. πυλάων Il.6.307
; π. πόλιος, πόληος, 2.811, Hes.Sc. 285;πύργων π. B.5.148
; ἠϊόνος π. before, i.e. along, Il.2.92; π. νεός in front of, i.e. beyond the ship, Od.9.482 (opp. μετόπισθε νεός ib. 539): metaph.,τῆς ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ π. ἔθηκαν Hes.Op. 289
.II as Adv.,1 of Place, before, in front,π. κιών Il.15.260
, cf. Hes.Th. 769;οὐδ' εἴ οἱ π... υἱὸν χαλκῷ δηϊόῳεν
before his eyes,Od.
4.225.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπάροιθε
-
10 πρόσορος
A adjoining, bordering on,Αἰγύπτου τὰ πρόσουρα Λιβύῃ Hdt.2.18
, cf. 3.97, 102; τῇ Ἀραβίῃ, π. ἐούσῃ (sc. τῇ Αἰγύπτῳ) Id.2.12; X. in [dialect] Att. form,τὰ πρόσορα Cyr.6.1.17
, cf. D.C.36.53, Poll.1.177, etc.:—in S. l.c., ἵν' αὐτὸς ἦν πρόσουρος οὐκ ἔχων βάσιν, πρόσουρον shd. be read.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσορος
-
11 πρόσωπον
Aπροσώπατα Od.18.192
, AP5.230 (Maced.), Opp.C.1.419, etc.; dat.προσώπασι Il.7.212
: a masc. nom. πρόσωπος is cited from Pl.Com.250:— face, countenance (cf. μέτωπον), Hom., always in pl., even of a single person, Il.7.212, 18.414, Od.19.361, al. (exc. Il.18.24), and so in Hes. Op. 594 (v.l. -πον), S.Fr.871.6(v.infr.), El. 1277(lyr.), OC 314, X.An. 2.6.11(dub.), AP9.322 (Leon.): sg. in h.Hom.10.2,31.12, and usu. in later writers;π. κλιθὲν προσώπῳ Simon.37.12
;εἰς π. βλέπειν E. Hipp. 280
; ἐς π. τινὸς ἀφικέσθαι come before him, ib. 720;π. πρός τινα στρέφειν Id.Ph. 457
;οὐκ ὄψεσθε τὸ π. μου LXXGe.43.3
, cf. UPZ 70.5 (ii B.C.); κατὰ πρόσωπον in front, facing, Th.1.106, X.Cyr.1.6.43, etc.; τὴν κατὰ π. τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν ib.6.3.35; κατὰ π. Αἰγύπτου facing, fronting Egypt, LXX Ge.25.18; opp. κατὰ νώτου, Plb. 1.28.9; κατὰ π. ἄγειν, opp. κατὰ κέρας ὑπεραίρειν, Id.11.14.6, etc.; κατὰ π. in person,ἡ κατὰ π. ἔντευξις Plu.Caes.17
; κατὰ π. παραμυθήσασθαι, opp. διὰ τοῦ ψαφίσματος, IG42(1).86.22 (Epid.); soκατὰ πρόσωπα Eudox. Ars11.21
; also πρὸς τὸ π. X.Cyn.10.9; ἐπὶ προσώπου Ἰεριχώ in front of Jericho, LXX De.34.1;ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59
;ἀπὸ π. τῆς γῆς LXXAm.9.8
; βλέπειν εἰς π. τινός regard his countenance, Ev.Matt.22.16: usu. of the face of man or God, asλειτουργῶν τῷ π. Κυρίου LXX 1 Ki.2.11
; οἱ ἄρτοι τοῦ π., of shewbread, ib.21.6: of the ibis, Hdt.2.76; of dogs,ἀπὸ τῶν π. φαιδραί X.Cyn.4.2
; of horses, Arist.HA 631a5; of deer, ib. 579a2; of fish, Anaxandr. 30,33.16; face of the moon, S.Fr.871.6 (pl.), Plu.2.920b: metaph.,ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα.. ἀοιδαί Pi.I.2.8
.2 front, façade, Id.P.6.14, cf. E. Ion 189 (lyr., pl.); κατὰ π. τοῦ ἱεροῦ, τῆς νεώς, PPetr.3p.2 (iii B.C.), Ach.Tat.3.1,2;τιθέναι τὰς φιάλας ἐπὶ πρόσωπον Asclep.Myrl.
ap.Ath.11.501d.II one's look, countenance, A.Ag. 639, 794 (anap., pl.), Eu. 990 (anap., pl.), etc.; οὐ τὸ σὸν δείσας π. S.OT 448: metaph.,φαίνοισα π. Ἀλάθεια Pi.N.5.17
.2 Astrol., decan considered as the domain of a planet, ἐν ἰδίοις π. Vett.Val.62.21, Paul. Al.C.2.III = προσωπεῖον, mask, D.19.287 (- εῖον is v.l.), Arist. Po. 1449a36, b4, Pr. 958a17, Dsc.3.144 (v.l.), Poll.2.47;π. ὑπάργυρον κατάχρυσον IG12.276.6
, cf. 42(1).102.58,68 (Epid., iv B.C.), Clara Rhodos 6/7.428; ὀθόνινον π. prob. in Pl.Com.142;π. περίθετον Aristomen.5
; of the Roman imagines, Plb.6.53.5; bust or portrait, Sammelb.5221, OGI432.1 (Naksh-i-Rustam, iii A.D.).2 dramatic part, character, Phld.Rh.1.199S., Arr.Epict.1.29.45 and 57; κωφὸν π. Cic.Att.13.19.3; character in a book, τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ π. Plb.8.11.5; τὸ τοῦ Ὀδυσσέως π. Id.12.27.10, cf. Phld.Po.5.32; also ἀστοχεῖν τοῦ π., of an author, Callisth.44J.;ἐπὶ προσχήματι καὶ π. δικαστῶν Ael.Fr. 168
.IV person, Phld.Rh.1.52S. (pl.);ἀδίκως μὴ κρῖνε πρόσωπον Ps.-Phoc.10
; προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ in person, in bodily presence, 1 Ep.Thess.2.17, cf. 2 Ep.Cor.5.12; ποιεῖν or πληροῦν τὸ π. τινός to represent a person, PRein.56.30 (iv A.D.), Sammelb. 6000ii 12 (vi A.D.); λαμβάνειν π. τινός admit a person to one's presence,εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου LXXMa.1.8
; hence, = προσωποληπτεῖν, Ev.Luc.20.21, Ep.Gal.2.6; μὴ ἀποστρέψῃς τὸ π. μου, i.e. do not reject my prayer, LXX 3 Ki.2.20; θαυμάσαι π. ἀσεβοῦς ib.Pr.18.5; ὁ θεὸς ὁ μέγας.., ὅστις οὐ θαυμάζει π. οὐδὲ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον ib.De.10.17.3 Gramm., person, D.T.638.4,A.D.Pron.3.12, etc.; γυναικεῖα π. Alex.Trall.2.4 π. πόλεως a feature of the city, of a person, Cic.Fam.15.17.2.5 f.l.in Zeno Stoic.1.23 (cf.Nicol.Prog.p.4 F.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσωπον
-
12 σιτοπομπός
σῑτοπομπ-ός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτοπομπός
-
13 συνορία
A border-land, Αἰγύπτου καὶ Αἰθιόπων Ruppel Der Tempel von Dakke 3p.52No.67, cf. Peripl.M.Rubr.65, POxy. 918 v 17 (ii A.D.), BGU831.9 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνορία
-
14 ταβάσιος
ταβάσιος, ὁ, perh.A = τοπάζιος, PHolm.11.38; λίθον τὸν καλούμενον ταβάσι<ν> ib.4.12; ὁ λεγόμενος ταβάσις ἐκ τῆς Αἰγύπτου καταφερόμενος ib.8.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταβάσιος
-
15 τράγημα
A like τρωγάλια, dried fruits or sweetmeats, eaten as dessert, Ar.Ach. 1091, Ra. 510, X.An.2.3.15, Diocl.Fr.141, POxy.1070.31 (iii A. D.), etc.;ὀνομάζω τ. τὰ παρὰ τὸ δεῖπνον ἐσθιόμενα τῆς ἐπὶ τῷ πίνειν ἡδονῆς ἕνεκα Gal.6.550
; called δευτέρα τράπεζα, Arist.Fr. 104;κάρυα καὶ τ. Clearch.Com.4
;κάρυα καὶ.. καστάναια καὶ κυάμους Αἰγύπτου.. καὶ εἴ τινα ἄλλα τ. IG22.1013.20
(ii B. C.);καὶ τ. που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων Pl.R. 372c
: metaph., Lyc.Fr.3;τ. τῶν λόγων D.H. Rh.10.18
: less freq. in sg., Alex.250, Diph.79, Crobyl.9, Arist. l. c., Aret.CD1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τράγημα
-
16 ἀνασπαστός
ἀνα-σπαστός, όν,A drawn up, Ar.V. 382: but mostly, dragged up the country, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, ;τούτους ἐξ Αἰγύπτου ἀ. ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Id.4.204
, cf. 6.9, 32;τοὺς ἀ. κατοικίζειν Id.3.93
; εὐθὺς ἀ. removing hastily, Plb.2.53.5.2 of a door or gate, drawn back, opened from inside, S. Ant. 1186.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπαστός
-
17 ἀνέκαθεν
II of Time, from the first, ἐόντες ἀ. Πύλιοι being Pylians by origin, Id.5.65, cf. 7.221; more often with the Art.,γεγονότες τὸ ἀ. ἀπὸ Αἰγύπτου 2.43
, cf. 6.128;γένος ἐόντες τὰ ἀ. Γεφυραῖοι 5.55
, cf. 1.170, 6.35; τὰ ἀ. λαμπροί of ancestral renown, 6.125;πόλις ἀ. συγγενίς OGI566
([place name] Lycia).2 ἀ. κατηγορεῖν narrate from the beginning, Plb.2.35.10, 5.16.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέκαθεν
-
18 ἀπαλλαγή
A deliverance, release, relief from a thing, πόνων, πημάτων, ξυμφορᾶς, A.Ag.1,20,Pr. 754, S.Ant. 1338, etc.: in pl., A.Pr. 318, E.Heracl. 811;ἀ. πραγμάτων Antipho6.35
; ἀ. τοῦ πολέμου putting an end to the war, Th.7.2;οὐκ ἦν τοῦ πολέμου πέρας οὐδ' ἀ. D.18.145
; of contracts, release, discharge,ἀ. συμβολαίων Id.33.3
; generally, relief from, .III (from [voice] Pass.) going away, means of getting away or escape, Hdt.1.12, 7.207, al.; τέλος τῆς ἀ. the final departure, Id.2.139; ἡ ἀ. ἐγένετο ἀλλήλων separation of combatants, Th.1.51;ἐκ τῆς Αἰγύπτου τὴν ἀ. ποιήσασθαι D.S.15.43
.2 τοῦ βίου departure from life, Hp.Epid.7.89, X.Cyr.5.1.13;ψυχῆς ἀπὸ σώματος Pl.Phd. 64c
: hence ἀ. alone, death, Thphr.HP9.8.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαλλαγή
-
19 ἀπαλλάσσω
A- ξω Isoc.5.52
: [tense] pf.ἀπήλλᾰχα X.Mem. 3.13.6
: [tense] aor.ἀπήλλαξα Hdt.1.16
, Ar.V. 1537, etc.:—[voice] Pass., [tense] pf.ἀπήλλαγμαι Id. Pax 1128
, Isoc.5.49, [dialect] Ion.ἀπάλλαγμαι Hdt.2.144
, 167: [tense] aor. ἀπηλλάχθην, [dialect] Ion.ἀπαλλ- Id.2.152
, etc.; in [dialect] Att. ἀπηλλάγην [ᾰ] as always in Prose; also in Trag. (for the most part metri gr., cf. however S.Ant. 422, El. 783 (v.l.), E.Ph. 592 (v.l.), Andr. 592): [tense] fut.ἀπαλλαχθήσομαι Id.Hipp. 356
, Ar.Av. 940; in Prose,ἀπαλλαγήσομαι Th. 4.28
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. (in pass. sense)ἀπαλλάξομαι Hdt.7.122
, E. Hel. 437, Th.8.83, etc.: [tense] aor.ἀπαηλλάξαντο E.Heracl. 317
, cf. Plu. Cat.Mi.64.A. [voice] Act., set free, deliver from a thing,παιδίον δυσμορφίης Hdt. 6.61
; τινὰ πόνων, κακῶν, A.Eu.83, Pr. 773;τινὰ ἐκ γόων S.El. 292
;ἐκ φόβου καὶ κακῶν And.1.59
: c. acc. only, release, S.Ant. 596, etc.;κόπος μ' ἀ. Id.Ph. 880
.2 put away from, remove from, τί τινος, as ἀ. γῆς πρόσωπον, φρενῶν ἔρωτα, E.Med.27, Hipp. 774 (lyr.);σφαγῆς χεῖρα IT 994
;χρυσὸν χερός Hec. 1222
; ἀ. τινά τινος take away or remove from one, Ar.Ec. 1046;τινὰ ἀπὸ τῆς πολιορκίας D.C.43.32
.3 c. acc. only, put away, remove, τι E.Hec. 1068, Pl.Prt. 354d, etc.; μύθοις ἔργ' ἀ. κακά do away ill by words, E.Fr.282.26; get rid of creditors, And. 1.122;τοὺς χρήστας Is.5.28
; get rid of an opponent, by fair means or foul, D.24.37;ἀ. τοὺς κατηγόρους Lys.29.1
;τοὺς Πελοποννησίους ἐκ τῆς χώρας Th.8.48
; dismiss, send away,τινά Id.1.90
; remove or displace from an office, ib. 129;ἀ. τοὺς ὑπηρέτας καὶ θεραπευτῆρας Plu. Lyc.11
; also, make away with, destroy, Thphr.HP9.15.2;ἑαυτόν Plu.Cat.Mi.70
; bring to an end, .4 in Law, give a release, discharge, D.36.25, cf. 37.1;τοὺς δανείσαντας ἀ. 34.22
, cf. PTeb.315.16 (ii A.D.); discharge a debt, D.C.59.1, etc.:—so in [voice] Pass., Id.51.17.II intr., get off free, escape, esp. with an Adv. added, ῥηιδίως, χαλεπῶς ἀ., Hp.VM10,20, cf. X.Cyr.4.1.5;ὁ στόλος οὕτως ἀ.
came off, ended,Hdt.
5.63, cf. A.Ag. 1288, E.Med. 786;οὐκ ὡς ἤθελε ἀπήλλαξεν Hdt.1.16
;κάκιον ἀ. Pl.R. 491d
, cf. Men.Epit. 199;καταγελάστως ἀ. Aeschin.2.38
;ἀλυσιτελῶς ἀ. Thphr.Char.8.11
; ἀλύπως ἀ. get along well, PPetr.3p.58: with part. or Adj., χαίρωνἀ. Hdt.3.69
;ἀθῷοι ἀ. Pl.Sph. 254d
, etc.: c. gen., depart from, (dub.l.); ; soπῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ; X.Mem.3.13.6
; in respect of..,Diph.
73.B. [voice] Pass. and [voice] Med., to be set free or released from a thing, get rid of it,ἀπαλλαχθέντας δουλοσύνης Hdt.1.170
;τυράννων Id.5.78
;τῶν παρεόντων κακῶν Id.2.120
; ; ; ; ;Κλέωνος Th.4.28
;τῆς κακουχίας ἐπὶ τὴν αὑτοῦ σκηνήν Plb.5.15.6
.2 get off, escape, mostly with some Adj. or Adv. added (as in [voice] Act. 11),ῥηιδίως ἀ. Hp.VM3
;ἀγῶνος ἀ. καλῶς E.Heracl. 346
; ἀζήμιος ἀπαλλαγῆναι, ἀπαλλάττεσθαι, Ar.Pl. 271, Pl.Lg. 721d.3 abs., to be acquitted, D.22.39.4 of a point under discussion, to be dismissed as settled,τοῦτο ἀπήλλακται μὴ.. τὸ φίλον φίλον εἶναι Pl.Ly. 220b
, cf. Phlb. 67a.II remove, depart from, ἐκ τῆς χώρης, ἐξ Αἰγύπτου, Hdt.1.61,2.139, al.;μαντικῶν μυχῶν A.Eu. 180
;γῆς ἀπαλλάσσεσθαι πόδα E.Med. 729
;δόξης, δέους Th.2.42
;ἀ. παρά τινος Aeschin.1.78
; depart, go away,ἐς τὴν ἑωυτοῦ Hdt.1.82
, al.;ἐπὶ τῆς ἑωυτοῦ Id.9.11
, cf. 5.64;πρὸς χώραν Pl.Lg. 938a
: abs., Hdt.2.93, al., Aen. Tact.10.19, 15.9.2 ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ βίου depart from life, E.Hel. 102, Hipp. 356;βίου ἀπαλλαγὴν ἀ. Pl.R. 496e
; freq. without τοῦ βίου, depart, die, E.Heracl. 1000, Pl.Phd. 81c, etc.3ἀ. λέχους
to be divorced,E.
Andr. 592;ἀ. γυναῖκά τε ἀπ' ἀνδρὸς καὶ τὸν ἄνδρα ἀπὸ γυναικός Pl.Lg. 868d
.5ἀ. ἐκ παίδων
become a man,Aeschin.
1.40.6 to be removed from, free from the imputation of, ἀπηλλαγμένος εὐηθίης many removes from folly, Hdt.1.60;ξυμφορῶν Th.1.122
;αἰσχύνης Id.3.63
: c. inf., κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπήλλακτο was not far from judging adequately, Id.1.138.b πολλὸν ἀπηλλαγμένος τινός far inferior to him, Hdt.2.144.7 depart from, leave off from,τῶν μακρῶν λόγων S.El. 1335
; ;ἀ. λημμάτων
give up the pursuit of..,D.
3.33; οὐκ ἀπήλλακται γραφικῆς is not averse from.., Luc.Salt.35.b abs., have done, cease, of things, S.Ant. 422;ὅταν ἡ μέθη ἀπαλλαγῇ Arist.MM 1202a3
.c throw up one's case, give up a prosecution, D.21.151,198.d c. part., εἰπὼν ἀπαλλάγηθι speak and be done withit, Pl.Grg. 491c, cf.Tht. 183c; ;ἀπαλλάχθητι πυρώσας E. Cyc. 600
: also in part., with a Verb, οὐκοῦν ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; make haste and begone, S.Ant. 244.8 to depart from enmity, i.e. to be reconciled, settle a dispute,πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg. 915c
: abs., ib. 768c.9 recover from an ailment, Aret.SD1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαλλάσσω
-
20 ἀποπλέω
ἀποπλέω, [dialect] Ep. [suff] ἀποπλᾰν-πλείω, [dialect] Ion. [suff] ἀποπλᾰν-πλώω v. l. in Hdt.4.156, 157, cf. Arr. Ind.26.9: [tense] fut.A- πλεύσομαι Hdt.4.147
;- πλευσοῦμαι Pl.Hp.Mi. 371b
:— sail away, sail off,οἴκαδ' ἀποπλείειν Il.9.418
, etc.;ἐπ' Αἰγύπτου Hdt. 1.1
, cf. Ar.Ra. 1480;ὀπίσω ἀ. Hdt.4.156
;ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Th.6.61
;ἐπ' οἴκου Id.1.55
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπλέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αἰγύπτου — Αἴγυπτος the river Nile fem gen sg Αἴγυπτος the river Nile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινστιτούτο Αιγύπτου — Επιστημονικό ίδρυμα, που συστάθηκε στην Αίγυπτο από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, με τα 36 μέλη της Επιτροπής Επιστημών και Τεχνών, που έφερε μαζί του το 1798. Το Ι.Α. συγκέντρωσε πολύτιμο υλικό, που δημοσιεύτηκε στα Υπομνήματα γιατην Αίγυπτο (Παρίσι … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρειας, Πατριαρχείο — Ένα από τα αρχαιότερα πρεσβυγενή πατριαρχεία. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πολύ νωρίς στην Αίγυπτο και η ίδρυση της Εκκλησίας της Α. ανάγεται στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Πρώτος επίσκοπος Α., σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ο Ευαγγελιστής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιμπραήμ πασάς — (Καβάλα 1789 – Κάιρο 1848). Αλβανός στρατηγός, αντιβασιλιάς της Αιγύπτου. Γιος του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου από τον γάμο του με μια πλούσια χήρα, θεωρείται από τα σημαντικότερα πρόσωπα στην ιστορία της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. Τον … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek